Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Το νυχτερινό καφενείο με τ' αψέντι

Το «Νυχτερινό καφενείο».
Του Κυρίου Β* 

Εχει εγκατασταθεί πρόσφατα στ’ ακριτικό νησί ο κ. Αύγουστος Πελλέρης. Αίσθηση έχει δημιουργήσει. Πολύ έχουν συζητήσει γι’ αυτόν οι λιγοστοί προύχοντες - διανοούμενοι της τοπικής κοινωνίας. Είναι, βλέπεις, ’κείνο το δροσερό πνευματικό αεράκι του τέλους του δέκατου ένατου, αρχής του εικοστού, αιώνα. Μονάχα αυτό τον έχει ακολουθήσει κατά πόδας… Έχει αποτυπωθεί στη φιγούρα και τα έργα του. Την προσωπικότητά του έχουν σκιαγραφήσει λίγοι γέροντες, που τους κέρασε τ’ αψέντι. Ο ίδιος δεν μολογά πολλά. Έχει ζήσει δόξες, τιμές, πλούτη, καταξίωση, ασφυξία, εγκατάλειψη. Απλότητα κι’ άδολη χαρά ποτέ. Δεν είχε μετακομίσει ακόμα εδώ σαν είχα ξανάρθει πριν από πέντε μήνες, τα κρυφακούσματα στο καράβι έχουν εξάψει τη φαντασία μου…
Απ’ έξω το καφενείο του μοιάζει με τυπικό αιγαιοπελαγίτικο σπίτι. Μονάχος σερβίρει. Θα το δουλεύει, λέει, Νοέμβρη μ’ Απρίλη. Λειτουργεί μονάχα βράδυ. Γι’ αυτό το λένε «νυχτερινό καφενείο»(1). Δυο πόρτες δίπλα- δίπλα, λες και συμβολίζουν τ’ αδόκιμο έμπα κι έβγα στη ζωή που τόσο δραστικά θέλουν οι πιότεροι ν’ αλλάξουν στα στερνά τους. Μα δεν προκάνουν! Αυτός το πολεμάει…
Ο κ. Πελλέρης ήταν πλούσιος παραγωγός μαργαρίνης. Υπήρξε σκληρός εργοδότης. Τα εργαλεία, που δεν έκαναν τη δουλειά, τα πέταγε αυτοστιγμεί. Ξεχώρισε σαν συλλέκτης έργων τέχνης. Σ’ όλη την ένδοξη επαγγελματική του σταδιοδρομία εμφορούνταν από πραγματισμό, η βιομηχανία του άνθισε, η κρατική μηχανή δίκαια τον παρασημοφόρησε για τ’ αναπτυξιακό του έργο κι ας ξέχασε την υπεραξία που κι άλλοι πρόσθεταν σ’ αυτό. Μα δουλεύοντας νυχθημερόν, άφησε μονάχους γυναίκα και παιδί. Η σύζυγος αποδήμησε σε τόπους χλοερούς με πιότερη, ίσως, ανθρωπιά. Ο γιος, επιστήμονας μεγάλος και τρανός, χάθηκε για πάντα στην πατρίδα της, ως τότε, φιλοσοφίας του, την Αμερική. Ο ίδιος, σαν κατάλαβε πως η βιομηχανική επανάσταση δε βελτίωσε την ποιότητα ζωής, όχι μόνο των κοινωνικά κατώτερων μα και τη δική του, έδωσε κάμποσο δίκιο στους ωφελιμιστές «η μεγαλύτερη ευτυχία για το μεγαλύτερο αριθμό». Πούλησε την επιχείρηση και κίνησε για το νησί. Έτσι αποχωρίστηκε και την αυτοπροσωπογραφία του Χοάν Μιρό. Ήταν το πράσινο φόντο της ελπίδας, το σύμβολο της επιχείρησης που χρόνια κι’ άλλα χρόνια κοσμούσε το γραφείο του -ένας βραχύσωμος γεροδεμένος αστός, με στρογγυλό κεφάλι, ξυρισμένο ωχρό πρόσωπο, λεπτά αρμονικά χαρακτηριστικά, βλέμμα και κινήσεις ζωηρές, αυστηρό σακάκι και παπιγιόν. Δημιουργικότητα και πειθαρχία του ενέπνεε αυτή η εικόνα. Άλλο, βέβαια, αν τόσα χρόνια ασφυκτιούσε στα δικά του πρέπει… Τώρα, πια, ήταν σίγουρος πως η μόνη δικαιολογία για να περιορίσεις κάποιον είναι για να μη βλάψει κάποιον άλλο.
Ο περίπλους του ματιού στα ζωηρά χρώματα του καφενείου «Auguste Pellerin»(2) συναρπάζει.
Πράσινο ταβάνι και κατακόκκινοι τοίχοι αντανακλούν το χρυσάφι που διαχέουν τ’ ασύμμετρα κρεμασμένα μπακιρένια φωτιστικά. Ολόγυρα στους τοίχους απλωμένα τα καφετιά ποδαρικά των τραπεζιών με τις γαλαζοπράσινες τάβλες, φιλοξενούν μπλε καράφες μ’ αψέντι και ψηλόλιγνα ποτήρια. Λίγοι οι θαμώνες στις ωχρές ψάθινες καρέκλες, μοιάζουν απομονωμένοι, εγκαταλελειμμένοι, απόντες. Διάχυτη η μυρουδιά της αιθυλικής αλκοόλης, μόλις κι αργοζεσταίνει τους ψυχροαίματους. Ένα άδειο τραπέζι μπιλιάρδου στην απέραντη έρημο της μεσοχώρας της αίθουσας ρίχνει βαριά καφετιά σκιά στο κίτρινο πάτωμα. Η γκροτέσκα φιγούρα του κ. Πελλέρη, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στη λαχανί μπάρα, φαντάζει ακίνητη, συγκεντρωμένη, απόκοσμη. Γεωμετρικά ελλειπτικό πρόσωπο, φαρδύ στρογγυλεμένο μέτωπο, μάτια και φρύδια κατάμαυρα, λευκό γενάκι, μαύρο κουστούμι και γραβάτα, κρεμ πουκάμισο.
Το αλκοόλ που ’χω κατεβάσει, τροποποιεί τη συνήθη σεβαστική συμπεριφορά μου. Του γνέφω με τα μάτια, όπως όλοι οι πελάτες. Η στατική φιγούρα βρίσκει με μιας τη θαυμαστή ρωμαλεότητα του κάρμα της και με προσεγγίζει γοργά. Το βλέμμα σπινθηρίζει. Με τρατάρει. Του ψιθυρίζω πως έφερνε σ’ άγαλμα μοντερνικό τόση ώρα ασάλευτος, τον ρωτώ πού τρέχει ο λογισμός του.
«Στη μοναδικότητα τ’ ατόμου, τη σημασία της πνευματικότητας, τη δύναμη της τέχνης. Η φύση υπερέχει του πολιτισμού, το συναίσθημα της ευφυΐας. Ο άνθρωπος είναι από φυσικού του καλός, οι θεσμοί τον κάνουν κακό», φιλοσοφεί ρομαντικά.
«Να κι ο μοναδικός μου φίλος σ’ εξήντα κάτι χρόνια. Με παίρνει στο σκάκι, τον τρώω στη ντάμα», μ’ αποκρίνεται κι ανταλλάσσει νεύμα γελαστό με τον ρυτιδιασμένο γέροντα στο διπλανό τραπέζι που μας θωρεί με σιωπηλή καρτερία.
Πέντε χρόνια αργότερα, εβδομηντάρης θα ’ναι πια, λίγη θα του ’χει μείνει απ’ του νέου αγρότη τη ζωηράδα. Το καφενείο δε θα το δουλεύει πια, στο δήμο δωρισμένο θα ’ναι. Δόξα θ’ αποδίνει σ’ εκείνον που κάνει το σωστό μηδέ για πλούτη και τιμές, μηδέ γι’ αμαρτιών άφεση, μ’ απλά γιατί ’ναι για κείνον το σωστό. Ο λογισμός του Σαρτρ, πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα περσότερο απ’ αυτό που μονάχος γίνεται, θα τον εκφράζει. Τη συγκομιδή της εύφορης χωραφίνας του, σ’ έχοντες ανάγκη θα μοιράζει.
Τον βλέπω «καπνιστή πίπας»(3), καθισμένο σε καρέκλα, φανερά κουρασμένο με γερτούς τους ώμους. Τα χέρια του θα ’ναι ροζιασμένα, τ’ αριστερό στο πόδι, το δεξί ακουμπισμένο στο τραπέζι θα στηρίζει ένα κεφάλι με χωριάτικο καπέλο. Η μελαγχολική έκφραση στα μάτια θα ’ναι για το ρυτιδιασμένο γέροντα φίλο που του ’φυγε πέρσι, για το καφενείο που ο δήμος αφήνει να ρημάζει. Νοιώθω πως θα μου γνέφει χαμογελαστά σαν θα μ’ αντικρίζει στην κυριακάτικη περατζάδα της καταγάλανης παραλίας, ασχέτως μποφόρ καιρού κι' ανθρώπων.
Ξυπνώ αλαφιασμένος. Τι αλλόκοτη ονειροφαντασία και τούτη! Ο φροϋδικός ψυχισμός των ονείρων αποτελεί tabula rasa για μένα. Ένας απλός μεταπτυχιακός φοιτητής της φιλοσοφικής είμαι. Μόλις χτες ξεκίνησα την εργασία μου. «Η διαχρονικότητα των αλληλεπιδράσεων ζωγραφικής και φιλοσοφίας», το θέμα.

Τον πρωτάρη δόκτορα συντρόφεψαν οι ελαιογραφίες των βαν Γκόγκ (1), Ματίς (2) και Σεζάν (3). 

Σημείωση μπλογκ: Tabula Rasa είναι η λατινική έκφραση του όρου «άγραφος πίνακας». Αναφέρεται στην επιστημολογική, που υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν γεννιέται με προϋπάρχουσες, έμφυτες γνώσεις, αλλά αυτές αποκτώνται μέσω της εμπειρίας, των βιωμάτων και της αντίληψής του. 

*Ο Κύριος Β’ είναι ένας σεμνός, αλλά και πεισματάρης φίλος, ο οποίος, όπως λέει, γράφει, όχι για να γίνει γνωστός, αλλά γιατί του αρέσει. Γι’ αυτό δεν επιθυμεί την δημοσίευση του ονόματός του. Ούτε καν των αρχικών του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου